ομφαλοσκόπος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ομφαλοσκόπος < ομφαλοσκοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ομφαλοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- που ομφαλοσκοπεί
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ομφαλοσκοπία, ομφαλός και σκοπός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομφαλοσκόπος