ομφαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομφαλός | οι | ομφαλοί |
γενική | του | ομφαλού | των | ομφαλών |
αιτιατική | τον | ομφαλό | τους | ομφαλούς |
κλητική | ομφαλέ | ομφαλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομφαλός < αρχαία ελληνική ὀμφαλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομφαλός αρσενικό
- σημείο που βρίσκεται στο κέντρο περίπου της κοιλιάς του εμβρύου από το οποίο ξεκινάει ο ομφάλιος λώρος
- (συνεκδοχικά) το χαρακτηριστικό κοίλωμα ή εξόγκωμα που μένει μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου
- (μεταφορικά) το πιο κεντρικό σημείο ενός αντικειμένου
- (ειδικό) το κυρίως σώμα μερικών ειδών κλειδαριάς μέσα στο οποίο μπαίνει το κλειδί και το οποίο μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο μηχανισμό κλειδαριάς, περίπου ίδιου τύπου
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ομφαλός της Γης:
- οι Δελφοί
- (μεταφορικά) (για περιοχή ή πόλη) το κέντρο του κόσμου, το επίκεντρο όλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τμήμα κλειδαριάς
|