Δελφοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Δελφοί | ||
γενική | των | Δελφών | ||
αιτιατική | τους | Δελφούς | ||
κλητική | Δελφοί | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δελφοί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Δελφοί[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðelˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δελ‐φοί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελφοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (αρχαιολογία, ιστορία) σημαντικός αρχαιολογικός τόπος και αρχαία πόλη, θέση οικισμού και μαντείου της αρχαίας Ελλάδας
- ※ Ο Φίλιππος, από τη στιγμή που εδραιώθηκε στο θρόνο της Μακεδονίας και ενοποίησε το βασίλειό του, δεν ήταν δυνατόν ν’ αδιαφορήσει μπρος στην πανελλήνια αίγλη του μαντείου των Δελφών. Εκτιμώντας σωστά τη σημασία του θρησκευτικού στοιχείου στη διαμόρφωση της πολιτικής στην αρχαιότητα, αναζητούσε την ευκαιρία για να κερδίσει την εύνοια του πρώτου θρησκευτικού κέντρου της αρχαίας Ελλάδας.
- Α. Κ. Καραδημητρίου, Οι Μακεδόνες βασιλείς και οι χρησμοί, Μακεδονικά, 26 (1987), 126–138
- ※ Ο Φίλιππος, από τη στιγμή που εδραιώθηκε στο θρόνο της Μακεδονίας και ενοποίησε το βασίλειό του, δεν ήταν δυνατόν ν’ αδιαφορήσει μπρος στην πανελλήνια αίγλη του μαντείου των Δελφών. Εκτιμώντας σωστά τη σημασία του θρησκευτικού στοιχείου στη διαμόρφωση της πολιτικής στην αρχαιότητα, αναζητούσε την ευκαιρία για να κερδίσει την εύνοια του πρώτου θρησκευτικού κέντρου της αρχαίας Ελλάδας.
- χωριό της Φωκίδας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Δελφοί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δελφοί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Δελφοί |
γενική | τῶν | Δελφῶν |
δοτική | τοῖς | Δελφοῖς |
αιτιατική | τοὺς | Δελφούς |
κλητική ὦ! | Δελφοί | |
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δελφοί < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελφοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελφοί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δελφοί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.