Δελφός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δελφός | οἱ | Δελφοί |
γενική | τοῦ | Δελφοῦ | τῶν | Δελφῶν |
δοτική | τῷ | Δελφῷ | τοῖς | Δελφοῖς |
αιτιατική | τὸν | Δελφόν | τοὺς | Δελφούς |
κλητική ὦ! | Δελφέ | Δελφοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δελφώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δελφοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δελφός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΔελφός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Δελφών
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελφός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Δελφοί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Δελφός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.