Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δίρφη
      γενική της Δίρφης
    αιτιατική τη Δίρφη
     κλητική Δίρφη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η κορυφή Δέλφι της Δίρφης

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δίρφη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Δίρφ(υς) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðiɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δίρ‐φη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δίρφη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Δίρφυς, της Δίρφυος (αρχαία ελληνικά, λόγιο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία