Δείτε επίσης: Δέλφις, δελφίς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δελφίς αἱ Δελφίδες
      γενική τῆς Δελφίδος τῶν Δελφίδων
      δοτική τῇ Δελφίδ ταῖς Δελφίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Δελφίδ τὰς Δελφίδᾰς
     κλητική ! Δελφίς* Δελφίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δελφίδε
γεν-δοτ τοῖν  Δελφίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δελφίς < Δελφ(οί) + -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Δελφίς θηλυκό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δελφίς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία