δελφίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δελφῑν- | |||||
ονομαστική | ὁ | δελφίς | οἱ | δελφῖνες | |
γενική | τοῦ | δελφῖνος | τῶν | δελφίνων | |
δοτική | τῷ | δελφῖνῐ | τοῖς | δελφῖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | δελφῖνᾰ | τοὺς | δελφῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | δελφίς | δελφῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δελφῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δελφίνοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δελφίς, ήδη ομηρικό < πιθανή αρχική σημασία «γουρουνάκι -της θάλασσας-» όπως δέλφαξ (γουρουνάκι) που συνδέεται και με το δελφύς (μήτρα), [1] ἀδελφεός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelbʰ- (μήτρα) [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδελφίς αρσενικό
- (ζωολογία) το δελφίνι
- αντικείμενο από σίδερο ή μόλυβδο σε σχήμα δελφινιού, όπως πολεμικό μηχάνημα σε πλοία που κρεμιόταν στο κατάρτι και εκτοξευόταν σε εχθρικά πλοία
- → δείτε και τη λέξη κεραῖαι δελφινοφόροι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μεταγενέστερος, ελληνιστικός τύπος: δελφίν
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δελφιν-
δελφιν-
- ἀδελφεός & συγγενικά
- δέλφαξ & συγγενικά
- δέλφιξ
- Δελφίδιος
- Δελφικός
- δελφίν
- δελφινάριον
- δελφινιάς
- δελφίνιον, Δελφίνιον
- Δελφίνιος
- δελφινίς
- δελφινίσκος
- δελφινίζω
- δελφινοειδής
- δελφινοφόρος
- δελφινόσημος
- Δελφίς
- Δελφοί
- δέλφος
- Δελφός
- δελφύς & συγγενικά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- δελφίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δελφίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.