Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δελφύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerbʰ-. Συγγενές με τα (σανσκριτικά) गर्भ (garbha), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) жрѣбѧ (žrěbę, πώλος)

δελφύς (η), δελφάκιον (ο) μήτρα (σπάνιο).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δελφύς θηλυκό