δελφάκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δελφάκιον | τὰ | δελφάκιᾰ |
γενική | τοῦ | δελφακίου | τῶν | δελφακίων |
δοτική | τῷ | δελφακίῳ | τοῖς | δελφακίοις |
αιτιατική | τὸ | δελφάκιον | τὰ | δελφάκιᾰ |
κλητική ὦ! | δελφάκιον | δελφάκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δελφακίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δελφακίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δελφάκιον < (δέλφαξ) δελφακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδελφάκιον, -ου ουδέτερο
- (υποκοριστικό, θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του δέλφαξ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1061 (1061-1062)
- κἄστιν ἔτνος τι· καὶ δελφάκιον ἦν τί μοι, καὶ | τοῦτο τέθυχ᾽, ὥστε γεύσεσθ᾽ ἁπαλὰ καὶ καλά.
- Έχω φάβα, του γαλάτου γουρουνόπουλο σφαγμένο, | να χορτάστε τρυφερούλι, τραγανό ψητό της σούβλας.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- κἄστιν ἔτνος τι· καὶ δελφάκιον ἦν τί μοι, καὶ | τοῦτο τέθυχ᾽, ὥστε γεύσεσθ᾽ ἁπαλὰ καὶ καλά.
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ o.claud.1.148, στ. 4, (1-8), @papyri.info
- Ἀντωνίνῳ (ἑκατοντάρχῃ)
Κλήμης κουράτω̣ρ
χ(αίρειν).
ἠγόρασα δελφά̣[κια τρία],
δύο ἀνὰ δύο στα̣τ̣[ῆρας],
τὸ δʼ ἓν (δραχμῶν) ι. πέμψις(*) οὖ̣ν̣
ἐ̣πʼ αὐτά, ἐὰν αὐτῶν χρῄζη̣[ς](*),
καὶ τὸν χαλκόν.
- Ἀντωνίνῳ (ἑκατοντάρχῃ)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1061 (1061-1062)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δελφάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.