↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔτνος τὰ ἔτνη - ἔτνε
      γενική τοῦ ἔτνους - ἔτνεος τῶν ἐτνῶν - ἐτνέων
      δοτική τῷ ἔτνει - ἔτνεῐ̈ τοῖς ἔτνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔτνος τὰ ἔτνη - ἔτνεα
     κλητική ! ἔτνος ἔτνη - ἔτνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἔτνει - ἔτνεε
γεν-δοτ τοῖν  ἐτνοῖν - ἐτνέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔτνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔτνος, -εος/-ους ουδέτερο

  • (γαστρονομία) είδος σούπας με όσπρια, φάβα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1171 (1171-1172)
    [ΠΑΦ.] ἐγὼ δ᾽ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν· | ἐτόρυνε δ᾽ αὐτὴ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος.
    [ΠΑΦ.] Κι εγώ χυλό από μπιζέλια — κοίτα χρώμα, κοίτα γεύση! | Με τα χέρια της τον κοπάνισε στο γουδί η Πυλαίμαχη Παλλάδα.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 1061 (1061-1062)
    κἄστιν ἔτνος τι· καὶ δελφάκιον ἦν τί μοι, καὶ | τοῦτο τέθυχ᾽, ὥστε γεύσεσθ᾽ ἁπαλὰ καὶ καλά.
    Έχω φάβα, του γαλάτου γουρουνόπουλο σφαγμένο, | να χορτάστε τρυφερούλι, τραγανό ψητό της σούβλας.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἱππίας μείζωνw, 290d
    [ΣΩΚΡΑΤΗΣ.] «Πότερον οὖν πρέπει,» φήσει, «ὅταν τις τὴν χύτραν ἣν ἄρτι ἐλέγομεν, τὴν καλήν, ἕψῃ ἔτνους καλοῦ μεστήν, χρυσῆ τορύνη αὐτῇ ἢ συκίνη;»
    [ΣΩΚΡΑΤΗΣ.] Και τί από τα δύο ταιριάζει, θα πει, στη χύτρα, που πιο πριν λέγαμε, την όμορφη, όταν κανείς τη βάζει στη φωτιά γεμάτη όμορφο χυλό από όσπρια: μια κουτάλα από χρυσάφι ή από συκόξυλο;
    Μετάφραση (1973): Χρήστος Καρούζος & Ιωάννης Θ. Κακριδής Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία