σούπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούπα | οι | σούπες |
γενική | της | σούπας | — | |
αιτιατική | τη | σούπα | τις | σούπες |
κλητική | σούπα | σούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σού‐πα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σούπα θηλυκό
- (γαστρονομία) ρευστό ή παχύρρευστο φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό κρέατος, πουλερικού, ή ψαριού, ή λαχανικών που έχουν βράσει. Σερβίρεται σε βαθιά πιάτα και τρώγεται με κουτάλι.
- (προφορικό) κάθε τροφή που ρευστοποιείται
- ↪ χτύπησε τόσο το γιαούρτι, που έγινε σούπα στο τέλος
- (προφορικό, λαϊκότροπο) καθετί που είναι χαλαρό, ανιαρό και χωρίς συνοχή
- ↪ η ταινία ήταν σούπα
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- -σούπα ως δεύτερο συνθετικό λέξεων σημαίνει τη σούπα που παρασκευάζεται κυρίως από το υλικό που δηλώνεται στο πρώτο συνθετικό
- ή τη σούπα που έχει χαρακτηριστικά του πρώτου συνθετικού (με μεταφορική σημασία)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σουπα στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -σούπα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης επεξεργασία
τρόπος παρασκευής σούπας:
άλλα είδη σουπών:
Μεταφράσεις επεξεργασία
σούπα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας