πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούπα οι σούπες
      γενική της σούπας
    αιτιατική τη σούπα τις σούπες
     κλητική σούπα σούπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Ένα πιάτο σούπα.

σούπα θηλυκό

  1. (φαγητά) ρευστό ή παχύρρευστο φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό κρέατος, πουλερικού, ή ψαριού, ή λαχανικών που έχουν βράσει. Σερβίρεται σε βαθιά πιάτα και τρώγεται με κουτάλι.
  2. (προφορικό) κάθε τροφή που ρευστοποιείται
      χτύπησε τόσο το γιαούρτι, που έγινε σούπα στο τέλος
  3. (προφορικό, λαϊκότροπο) καθετί που είναι χαλαρό, ανιαρό και χωρίς συνοχή
      η ταινία ήταν σούπα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία