ντοματόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντοματόσουπα | οι | ντοματόσουπες |
γενική | της | ντοματόσουπας | — | |
αιτιατική | την | ντοματόσουπα | τις | ντοματόσουπες |
κλητική | ντοματόσουπα | ντοματόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντοματόσουπα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντοματόσουπα
|