↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντοματόσουπα οι ντοματόσουπες
      γενική της ντοματόσουπας
    αιτιατική την ντοματόσουπα τις ντοματόσουπες
     κλητική ντοματόσουπα ντοματόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ντοματόσουπα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντοματόσουπα < ντομάτ(α) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντοματόσουπα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία