ντομάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντομάτα | οι | ντομάτες |
γενική | της | ντομάτας | των | ντοματών |
αιτιατική | την | ντομάτα | τις | ντομάτες |
κλητική | ντομάτα | ντομάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
επεξεργασία
- ντομάτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική tomate < νάουατλ tomātl
- Στην Ελλάδα είναι γνωστή από το 1818
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντομάτα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- παίρνω (κάποιον) με τις ντομάτες: αποδοκιμάζω έντονα, ντροπιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
ντομάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντομάτα