Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντοματάκι τα ντοματάκια
      γενική
    αιτιατική το ντοματάκι τα ντοματάκια
     κλητική ντοματάκι ντοματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντοματάκι < ντομάτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντοματάκι ουδέτερο

  1. (φυτό) ποικιλία του φυτού ντομάταντοματιάς) που παράγει μικρούς σφαιρικούς καρπούς
  2. (κατ’ επέκταση) (λαχανικό) ο καρπός του παραπάνω φυτού (συνήθως στον πληθυντικό)
  3. (γαστρονομία) γλυκό του κουταλιού που παρασκευάζεται από ντοματάκια

Δείτε επίσης επεξεργασία