Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντοματόζουμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ντοματόζουμ
ο
τα
ντοματόζουμ
α
γενική
του
ντοματόζουμ
ου
των
ντοματόζουμ
ων
αιτιατική
το
ντοματόζουμ
ο
τα
ντοματόζουμ
α
κλητική
ντοματόζουμ
ο
ντοματόζουμ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ποτήρι
ντοματόζουμο
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντοματόζουμο
<
ντομάτ(α)
+
-ό-
+
-ζουμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντοματόζουμο
ουδέτερο
ο
χυμός
της
ντομάτας
.
Συνώνυμα
επεξεργασία
τοματοχυμός
, ή
ντοματοχυμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντοματόζουμο