χυμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυμός | οι | χυμοί |
γενική | του | χυμού | των | χυμών |
αιτιατική | τον | χυμό | τους | χυμούς |
κλητική | χυμέ | χυμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χυμός < αρχαία ελληνική χυμός < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χυμός αρσενικό
- το υγρό που κυκλοφορεί στους φυτικούς ιστούς
- το υγρό που προκύπτει από το στύψιμο φρούτων ή λαχανικών και (κατ’ επέκταση) το αναψυκτικό που προκύπτει μετά από σχετική επεξεργασία
- (μεταφορικά) το σφρίγος και η ζωντάνια
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χυμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χυμός < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χυμός
- ο χυμός
- η γεύση
Πηγές
επεξεργασία
- χυμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χυμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.