Δείτε επίσης: οπός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀπός οἱ ὀποί
      γενική τοῦ ὀποῦ τῶν ὀπῶν
      δοτική τῷ ὀπ τοῖς ὀποῖς
    αιτιατική τὸν ὀπόν τοὺς ὀπούς
     κλητική ! ὀπέ ὀποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sokʷos (χυμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀπός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ὀπός θηλυκό