αφιόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφιόνι | τα | αφιόνια |
γενική | του | αφιονιού | των | αφιονιών |
αιτιατική | το | αφιόνι | τα | αφιόνια |
κλητική | αφιόνι | αφιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφιόνι < μεσαιωνική ελληνική αφιόνιον < τουρκική afyon < αραβική أَفْيُون (ʾafyūn) < ελληνιστική κοινή ὄπιον (αντιδάνειο) [1] < αρχαία ελληνική ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sokʷos (χυμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφιόνι ουδέτερο
- (φυτό) το φυτό "μήκων η υπνοφόρος", που παράγει το όπιο
- (κατ’ επέκταση) η ναρκωτική ουσία όπιο
- (μεταφορικά) οτιδήποτε αποχαυνώνει ή φανατίζει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αφιόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας