αφιονισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφιονίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fço.niˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φιο‐νι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
αφιονισμένος
- αυτός που έχει πάρει αφιόνι
- φανατισμένος
- ≈ συνώνυμα: μανιασμένος, λυσσασμένος, αφιουνλής (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιονισμένος
|