αφιονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fçoˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίααφιονίζω, αόρ.: αφιόνισα, παθ.φωνή: αφιονίζομαι, π.αόρ.: αφιονίστηκα, μτχ.π.π.: αφιονισμένος
- δίνω σε κάποιον αφιόνι, ναρκώνω
- (μεταφορικά) αποκοιμίζω
- (μεταφορικά) φανατίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφιόνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφιονίζω | αφιόνιζα | θα αφιονίζω | να αφιονίζω | αφιονίζοντας | |
β' ενικ. | αφιονίζεις | αφιόνιζες | θα αφιονίζεις | να αφιονίζεις | αφιόνιζε | |
γ' ενικ. | αφιονίζει | αφιόνιζε | θα αφιονίζει | να αφιονίζει | ||
α' πληθ. | αφιονίζουμε | αφιονίζαμε | θα αφιονίζουμε | να αφιονίζουμε | ||
β' πληθ. | αφιονίζετε | αφιονίζατε | θα αφιονίζετε | να αφιονίζετε | αφιονίζετε | |
γ' πληθ. | αφιονίζουν(ε) | αφιόνιζαν αφιονίζαν(ε) |
θα αφιονίζουν(ε) | να αφιονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφιόνισα | θα αφιονίσω | να αφιονίσω | αφιονίσει | ||
β' ενικ. | αφιόνισες | θα αφιονίσεις | να αφιονίσεις | αφιόνισε | ||
γ' ενικ. | αφιόνισε | θα αφιονίσει | να αφιονίσει | |||
α' πληθ. | αφιονίσαμε | θα αφιονίσουμε | να αφιονίσουμε | |||
β' πληθ. | αφιονίσατε | θα αφιονίσετε | να αφιονίσετε | αφιονίστε | ||
γ' πληθ. | αφιόνισαν αφιονίσαν(ε) |
θα αφιονίσουν(ε) | να αφιονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφιονίσει | είχα αφιονίσει | θα έχω αφιονίσει | να έχω αφιονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφιονίσει | είχες αφιονίσει | θα έχεις αφιονίσει | να έχεις αφιονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφιονίσει | είχε αφιονίσει | θα έχει αφιονίσει | να έχει αφιονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφιονίσει | είχαμε αφιονίσει | θα έχουμε αφιονίσει | να έχουμε αφιονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφιονίσει | είχατε αφιονίσει | θα έχετε αφιονίσει | να έχετε αφιονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφιονίσει | είχαν αφιονίσει | θα έχουν αφιονίσει | να έχουν αφιονίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφιονίζομαι | αφιονιζόμουν(α) | θα αφιονίζομαι | να αφιονίζομαι | ||
β' ενικ. | αφιονίζεσαι | αφιονιζόσουν(α) | θα αφιονίζεσαι | να αφιονίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αφιονίζεται | αφιονιζόταν(ε) | θα αφιονίζεται | να αφιονίζεται | ||
α' πληθ. | αφιονιζόμαστε | αφιονιζόμαστε αφιονιζόμασταν |
θα αφιονιζόμαστε | να αφιονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αφιονίζεστε | αφιονιζόσαστε αφιονιζόσασταν |
θα αφιονίζεστε | να αφιονίζεστε | (αφιονίζεστε) | |
γ' πληθ. | αφιονίζονται | αφιονίζονταν αφιονιζόντουσαν |
θα αφιονίζονται | να αφιονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφιονίστηκα | θα αφιονιστώ | να αφιονιστώ | αφιονιστεί | ||
β' ενικ. | αφιονίστηκες | θα αφιονιστείς | να αφιονιστείς | αφιονίσου | ||
γ' ενικ. | αφιονίστηκε | θα αφιονιστεί | να αφιονιστεί | |||
α' πληθ. | αφιονιστήκαμε | θα αφιονιστούμε | να αφιονιστούμε | |||
β' πληθ. | αφιονιστήκατε | θα αφιονιστείτε | να αφιονιστείτε | αφιονιστείτε | ||
γ' πληθ. | αφιονίστηκαν αφιονιστήκαν(ε) |
θα αφιονιστούν(ε) | να αφιονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφιονιστεί | είχα αφιονιστεί | θα έχω αφιονιστεί | να έχω αφιονιστεί | αφιονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφιονιστεί | είχες αφιονιστεί | θα έχεις αφιονιστεί | να έχεις αφιονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφιονιστεί | είχε αφιονιστεί | θα έχει αφιονιστεί | να έχει αφιονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφιονιστεί | είχαμε αφιονιστεί | θα έχουμε αφιονιστεί | να έχουμε αφιονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφιονιστεί | είχατε αφιονιστεί | θα έχετε αφιονιστεί | να έχετε αφιονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφιονιστεί | είχαν αφιονιστεί | θα έχουν αφιονιστεί | να έχουν αφιονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφιονισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφιονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφιονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφιονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφιονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφιονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφιονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφιονισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφιονίζω
|