Ετυμολογία

επεξεργασία
φανατίζω < (άμεσο δάνειο) γαλλική fanatiser < λατινική fanaticus < fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-

φανατίζω (παθητική φωνή: φανατίζομαι)

  • ωθώ κάποιον στο φανατισμό, τον εξωθώ να ενεργήσει παθιασμένα, εκτός λογικής
    φανατίζουν το λαό, τους οπαδούς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία