fanaticus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fanaticus < fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-
Επίθετο
επεξεργασίαfanaticus, -a, -um
- (θρησκεία) ο σχετικός με κάποιο ναό ή ιερό (fanum) ή ο αναφερόμενος σ' αυτόν
- θεόληπτος
- μανιακός, τρελός, παράφρων
- φανατικός