φανατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανατισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική fanatisme < fanatique < λατινική fanaticus < fanum (ναός) < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.na.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐να‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανατισμός αρσενικό
- η προσήλωση σε κάτι (ιδέα, θρησκεία, ομάδα, πολιτική, πρόσωπο) με υπέρμετρο ζήλο και μίσος προς ό,τι αντίθετο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φανατισμός