• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μετριοπάθεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετριοπάθεια οι μετριοπάθειες
      γενική της μετριοπάθειας των μετριοπαθειών
    αιτιατική τη μετριοπάθεια τις μετριοπάθειες
     κλητική μετριοπάθεια μετριοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μετριοπάθεια < ελληνιστική κοινή μετριοπάθεια < μετριοπαθής < αρχαία ελληνική μέτριος + πάσχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετριοπάθεια θηλυκό

  • το χαρακτηριστικό του μετριοπαθούς, η αποφυγή των ακραίων θέσεων και της αδιαλλαξίας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μετριοπαθής
  • μετριοπαθώς
  • → δείτε τις λέξεις μέτριος και πάσχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μετριοπάθεια
  • αγγλικά : modesty (en), moderation (en)
  • γαλλικά : modération (fr)
  • ρουμανικά : cumpătare (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μετριοπάθεια&oldid=5570695"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιουνίου 2022, στις 14:28

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιουνίου 2022, στις 14:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας