Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανατισμένος η φανατισμένη το φανατισμένο
      γενική του φανατισμένου της φανατισμένης του φανατισμένου
    αιτιατική τον φανατισμένο τη φανατισμένη το φανατισμένο
     κλητική φανατισμένε φανατισμένη φανατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανατισμένοι οι φανατισμένες τα φανατισμένα
      γενική των φανατισμένων των φανατισμένων των φανατισμένων
    αιτιατική τους φανατισμένους τις φανατισμένες τα φανατισμένα
     κλητική φανατισμένοι φανατισμένες φανατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φανατίζω

  Μετοχή επεξεργασία

φανατισμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία