Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φανατισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φανατισμέν
ος
η
φανατισμέν
η
το
φανατισμέν
ο
γενική
του
φανατισμέν
ου
της
φανατισμέν
ης
του
φανατισμέν
ου
αιτιατική
τον
φανατισμέν
ο
τη
φανατισμέν
η
το
φανατισμέν
ο
κλητική
φανατισμέν
ε
φανατισμέν
η
φανατισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φανατισμέν
οι
οι
φανατισμέν
ες
τα
φανατισμέν
α
γενική
των
φανατισμέν
ων
των
φανατισμέν
ων
των
φανατισμέν
ων
αιτιατική
τους
φανατισμέν
ους
τις
φανατισμέν
ες
τα
φανατισμέν
α
κλητική
φανατισμέν
οι
φανατισμέν
ες
φανατισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φανατισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φανατίζω
Μετοχή
επεξεργασία
φανατισμένος
που
φανατίζεται
ή έχει
φανατιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αφανάτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανατισμένος
γαλλικά
:
fanatisé
(fr)