μήκων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήκων | οι | μήκωνες |
γενική | της | μήκωνος | των | μηκώνων |
αιτιατική | τη | μήκωνα | τις | μήκωνες |
κλητική | μήκων | μήκωνες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μήκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μήκων (θηλυκό ή και αρσενικό)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐κων
Ουσιαστικό επεξεργασία
μήκων θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μήκων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μήκων | οἱ/αἱ | μήκωνες |
γενική | τοῦ/τῆς | μήκωνος | τῶν | μηκώνων |
δοτική | τῷ/τῇ | μήκωνῐ | τοῖς/ταῖς | μήκωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | μήκωνᾰ | τοὺς/τὰς | μήκωνᾰς |
κλητική ὦ! | μήκων | μήκωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μήκωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μηκώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μήκων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂k-n-[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μήκων θηλυκό (& αρσενικό)
- (φυτό) μήκων
- (φυτό) παπαρούνα
- (φυτό) γαλατσίδα
- σπόρος παπαρούνας
- κεφάλι παπαρούνας
- (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο που μοιάζει με κεφάλι παπαρούνας
- (ζωολογία) κύστη σουπιάς στην οποία βρίσκεται το μελάνι της
- (ζωολογία) αδένας οστρακοειδών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μήκων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήκων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.