παπαρούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παπαρούνα < μεσαιωνική ελληνική παπαρούνα[1] [2] [3] < παπαρίνα[4] [5] < (διαλεκτική) ιταλική paparina[4] < λατινική papaver (παπαρούνα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ (φωτιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.paˈru.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πα‐ρού‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπαρούνα θηλυκό
- (λουλούδι) αγριολούλουδο με κόκκινα πέταλα
- ※ Η στοχαστική παρομοίωση της παπαρούνας στην Ιλιάδα, ραψωδία Θʹ, 306–308: (…) Κι ως γέρνει το λουλούδι της στον κήπο η παπαρούνα, που τη νότισε η ανοιξιάτικη πρωινή δροσιά και βάρυνε, έτσι, και το κεφάλι του όμοια έγειρε, βαρύ ο Γοργυθίων. (…) Το βάρος πια δεν άντεχε της περικεφαλαίας κι πλάγιασε στον ώμο του όπως η παπαρούνα που βάρυνε απ’ τη δροσιά στο πρωινό απόι κι έγειρε το λουλούδι της το χώμα να κοιτάζει. (www.efsyn.gr, 29.05.2023)
Συγγενικά
επεξεργασία- αγριοπαπαρούνα
- παπαρουνής
- παπαρουνί
- παπαρουνιά
- παπαρουνίζω
- παπαρουνίτσα
- παπαρουνόσπορος
- παπαρουνούλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παπαρούνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπαρούνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παπαρούνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ παπαρούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παπαρούνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 4,0 4,1 παπαρίνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ή < αρωμουνική pãpãrunã: παπαρούνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.