Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπαρουνόσπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παπαρουνόσπορ
ος
οι
παπαρουνόσπορ
οι
γενική
του
παπαρουνόσπορ
ου
των
παπαρουνόσπορ
ων
αιτιατική
τον
παπαρουνόσπορ
ο
τους
παπαρουνόσπορ
ους
κλητική
παπαρουνόσπορ
ε
παπαρουνόσπορ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπαρουνόσπορος
<
παπαρούνα
+
-ο-
+
σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπαρουνόσπορος
αρσενικό
σπόρος
παπαρούνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπαρουνόσπορος