Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριοπαπαρούνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριοπαπαρούν
α
οι
αγριοπαπαρούν
ες
γενική
της
αγριοπαπαρούν
ας
των
αγριοπαπαρούν
ων
αιτιατική
την
αγριοπαπαρούν
α
τις
αγριοπαπαρούν
ες
κλητική
αγριοπαπαρούν
α
αγριοπαπαρούν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριοπαπαρούνα
<
άγριος
+
-ο-
+
παπαρούνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριοπαπαρούνα
ουδέτερο
(
φυτό
)
είδος
άγριας
παπαρούνας
Συνώνυμα
επεξεργασία
αγκιναρόχορτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριοπαπαρούνα