άγρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άγρια < άγριος
Επίρρημα
επεξεργασίαάγρια
- με άγριο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάγρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άγριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άγριος