fiercely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fiercely |
συγκριτικός | fiercelier / more fiercely |
υπερθετικός | fierceliest / most fiercely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfiercely (en)
- άγρια
- ⮡ They stood in the doorway glaring fiercely at each other.
- Στάθηκαν στην πόρτα κοιτάζοντας άγρια ο ένας τον άλλον.
- ⮡ They squabbled fiercely and then threw hands.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ⮡ They stood in the doorway glaring fiercely at each other.