παρομοίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρομοίωση | οι | παρομοιώσεις |
γενική | της | παρομοίωσης* | των | παρομοιώσεων |
αιτιατική | την | παρομοίωση | τις | παρομοιώσεις |
κλητική | παρομοίωση | παρομοιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρομοιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρομοίωση < αρχαία ελληνική παρομοίωσις < παρά + ὁμοίωσις < ὅμοιος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική comparaison[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρομοίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρομοιάζω
- ⮡ στη φράση «Έτρεχε σαν τον άνεμο» γίνεται παρομοίωση της ταχύτητας με την οποία τρέχει ένα άτομο με την ταχύτητα που κινείται ο άνεμος.
- (γραμματική) το σχετικό σχήμα λόγου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρομοιάζω, παρά και όμοιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ παρομοίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας