↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρομοίωσῐς αἱ παρομοιώσεις
      γενική τῆς παρομοιώσεως τῶν παρομοιώσεων
      δοτική τῇ παρομοιώσει ταῖς παρομοιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρομοίωσῐν τὰς παρομοιώσεις
     κλητική ! παρομοίωσῐ παρομοιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρομοιώσει
γεν-δοτ τοῖν  παρομοιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρομοίωσις < παρομοιόω / παρομοιῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρομοίωσις, -εως θηλυκό

  1. σύγκριση
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική 1410a26 Aristotelis Opera, ed.Bekker, 1831
    ἀντίθεσις μὲν οὖν τὸ τοιοῦτον ἐστίν, παρίσωσις δ’ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα, παρομοίωσις δὲ ἐὰν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τὸ κῶλον
  2. (ελληνιστική σημασία) (σχήμα λόγου) όπως το ομοιοτελεύτητο και η παρήχηση
    ※  1ος κε αιώνας Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Περὶ Ἰσοκράτους, 3.43-45 @scaife.perseus
    αἵ τε παρομοιώσεις καὶ παρισώσεις καὶ τὰ ἀντίθετα καὶ πᾶς ὁ τῶν τοιούτων σχημάτων κόσμος πολύς ἐστι
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παρομοίωση

Συγγενικά

επεξεργασία