παρήχηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρήχηση < ελληνιστική κοινή παρήχησις < παρηχέομαι / παρηχοῦμαι < ἠχέω / ἠχῶ < ἦχος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾi.çi.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παρήχηση θηλυκό
- (γραμματική) (σχήμα λόγου) η επανάληψη ενός φθόγγου (ή περισσότερων) σε κάποιο στίχο ή κάποια φράση
- Στον στίχο «τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματ᾽ εἶ» από τον Οιδίποδα Τύραννο (371) του Σοφοκλή έχουμε παρήχηση του τ.
Επεξεργασία
- παρηχητικός
- → δείτε τις λέξεις παρηχώ και ήχος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρήχηση
|
|