Δείτε επίσης: ἠχώ, ηχώ

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ἠχέω και συνηρημένο ἠχῶ

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να ηχήσει, να ακουστεί
  2. (αμετάβατο) ηχώ, κάνω θόρυβο, κροτώ, βροντώ