Δείτε επίσης: βροντῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντῶ, συνηρημένος τύπος του βροντάω <  δείτε τη λέξη βροντή

βροντώ