Δείτε επίσης: ήχος, ἠχός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἦχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἦχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἦχος αρσενικό

  1. ήχος
  2. θόρυβος (από φωνές)
  3. (μουσική) μουσικός τρόπος (διάταξη διάδοχων μουσικών διαστημάτων)
    ἦχος πλάγιος
    → δείτε και τις λέξεις ὀκτάηχος και ὀκτώηχος, έκφραση: κατὰ ἤχου

Άλλες μορφές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἦχος οἱ ἦχοι
      γενική τοῦ ἤχου τῶν ἤχων
      δοτική τῷ ἤχ τοῖς ἤχοις
    αιτιατική τὸν ἦχον τοὺς ἤχους
     κλητική ! ἦχε ἦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἤχω
γεν-δοτ τοῖν  ἤχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἦχος < παράλληλος τύπος του ἠχή, όπως και η ἠχώ, προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή . Συγγενή: ἰάχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἦχος αρσενικό άλλη μορφή του ἠχή

  1. θόρυβος, ήχος
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδοαριστοτέλης, Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν / Περὶ ἀκουστῶνw, 31 @scaife.perseus
    Ἀπὸ δὲ τῶν ἄλλων ὀργάνων οἱ τῶν κεράτων ἦχοί πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς πρὸς τὸν ἀέρα προσπίπτοντες ποιοῦσι τὰς φωνὰς ἀμαυράς·
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 99.1 @scaife.perseus
    Ἐν τῇ τῶν Ὀρχομενίων πόλει τῇ ἐν Βοιωτοῖς φανῆναί φασιν ἀλώπεκα, ἣν κυνὸς διώκοντος εἰσδῦναι εἴς τινα ὑπόνομον, καὶ τὸν κύνα συνεισδῦναι αὐτῇ, καὶ ὑλακτοῦντα ἦχον μέγαν ποιεῖν ὡσανεὶ εὐρυχωρίας τινὸς ὑπαρχούσης αὐτῷ·
  2. ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w, Ὅσα περὶ φωνῆς, 11.8 @scaife.perseus
    Διὰ τί, ἐάν τις πίθον καὶ κεράμια κενὰ κατορύξῃ καὶ πωμάσῃ, μᾶλλον ἠχεῖ τὰ οἰκήματα, καὶ ἐὰν φρέαρ ἢ λάκκος ᾖ ἐν τῇ οἰκίᾳ; 〈ἢ〉 ὅτι ἐπεὶ ἀνάκλασις ἡ ἠχώ, δεῖ περιειλημμένον ἀθρόον εἶναι τὸν ἀέρα, καὶ ἔχειν πρὸς ὃ ἀνακλασθήσεται, προσπῖπτον πυκνὸν καὶ λεῖον; οὕτω γὰρ μάλιστα ἦχος γίνεται.
  3. (ιατρική) βόμβος μέσα στ' αφτιά που νοιώθουν οι ασθενείς
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 5 , @scaife.perseus
    ἢν δὲ πλέονα ῥυῇ ἀπὸ παντὸς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπότηξις πολλὴ γένηται, νοσώδεά τε τὴν κεφαλὴν ἕξει αὐξόμενος καὶ ἤχου πλέην,
  4. (γραμματική) δασεία ή λεπτή πνοή κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων
  5. μελωδία του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἠχή