Δείτε επίσης: οξύηχος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀξύηχος τὸ ὀξύηχον
      γενική τοῦ/τῆς ὀξυήχου τοῦ ὀξυήχου
      δοτική τῷ/τῇ ὀξυήχ τῷ ὀξυήχ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀξύηχον τὸ ὀξύηχον
     κλητική ! ὀξύηχε ὀξύηχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀξύηχοι τὰ ὀξύηχ
      γενική τῶν ὀξυήχων τῶν ὀξυήχων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀξυήχοις τοῖς ὀξυήχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀξυήχους τὰ ὀξύηχ
     κλητική ! ὀξύηχοι ὀξύηχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀξυήχω τὼ ὀξυήχω
      γεν-δοτ τοῖν ὀξυήχοιν τοῖν ὀξυήχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀξύηχος < ὀξύς + ἦχος