Δείτε επίσης: ὀξύφωνος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύφωνος η οξύφωνος
& οξύφωνη
το οξύφωνο
      γενική του οξυφώνου
& οξύφωνου
της οξυφώνου
& οξύφωνης
του οξυφώνου
& οξύφωνου
    αιτιατική τον οξύφωνο την οξύφωνο
& οξύφωνη
το οξύφωνο
     κλητική οξύφωνε οξύφωνε
& οξύφωνη
οξύφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύφωνοι οι οξύφωνοι
& οξύφωνες
τα οξύφωνα
      γενική των οξυφώνων
& οξύφωνων
των οξυφώνων
& οξύφωνων
των οξυφώνων
& οξύφωνων
    αιτιατική τους οξυφώνους
& οξύφωνους
τις οξυφώνους
& οξύφωνες
τα οξύφωνα
     κλητική οξύφωνοι οξύφωνοι
& οξύφωνες
οξύφωνα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
οξύφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύφωνος (με διαπεραστική φωνή). Συγχρονικά αναλύεται σε οξύ- + -φωνος

οξύφωνος, -η/-ος, -ο

  1. που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή
  2. (μουσική, για ανδρική φωνή) που η φωνή του κινείται σε ψηλές περιοχές τονικού ύψους

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία