Δείτε επίσης: ὀξύφωνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύφωνος η οξύφωνος
οξύφωνη
το οξύφωνο
      γενική του οξυφώνου
οξύφωνου
της οξυφώνου
οξύφωνης
του οξυφώνου
οξύφωνου
    αιτιατική τον οξύφωνο την οξύφωνο
οξύφωνη
το οξύφωνο
     κλητική οξύφωνε οξύφωνε
οξύφωνη
οξύφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύφωνοι οι οξύφωνοι
οξύφωνες
τα οξύφωνα
      γενική των οξυφώνων
οξύφωνων
των οξυφώνων
οξύφωνων
των οξυφώνων
οξύφωνων
    αιτιατική τους οξυφώνους
οξύφωνους
τις οξυφώνους
οξύφωνες
τα οξύφωνα
     κλητική οξύφωνοι οξύφωνοι
οξύφωνες
οξύφωνα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξύφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύφωνος (με διαπεραστική φωνή). Συγχρονικά αναλύεται σε οξύ- + -φωνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈksi.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξύ‐φω‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

οξύφωνος, -η/-ος, -ο

  1. που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή
  2. (μουσική, για ανδρική φωνή) που η φωνή του κινείται σε ψηλές περιοχές τονικού ύψους

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οξύφωνος οι οξύφωνοι
      γενική του οξυφώνου των οξυφώνων
    αιτιατική τον οξύφωνο τους οξυφώνους
     κλητική οξύφωνε οξύφωνοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

οξύφωνος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

  Μεταφράσεις επεξεργασία