Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μεσόφωνος < μεσό- + -φωνος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈso.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σό‐φω‐νος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

→ λείπει η κλίση
μεσόφωνος, -η/-ος, -ο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσόφωνος οι μεσόφωνοι
      γενική της μεσοφώνου των μεσοφώνων
    αιτιατική τη μεσόφωνο τις μεσοφώνους
     κλητική μεσόφωνε μεσόφωνοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μεσόφωνος θηλυκό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία