Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κοντράλτο < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από την ιταλική contralto[1] < contra- (αντίθετα) + alto (ψηλός)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /konˈtɾal.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κον‐τράλ‐το

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κοντράλτο άκλιτο (και θηλυκό κοντράλτα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

 
Σημειώνεται με χρώμα η περιοχή που αντιστοιχεί στις φωνητικές δυνατότητες μιας κοντράλτο.

κοντράλτο θηλυκό άκλιτο

  1. (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην περιοχή τονικού ύψους χαμηλότερη από τη σοπράνο και από την μέτζο σοπράνο, η χαμηλότερη γυναικεία φωνή
    η Κλυταιμνήστρα στην όπερα "Ηλέκτρα" του Βάγκνερ είναι ρόλος για κοντράλτο
    άλλη μορφή: κοντράλτα (προφορικό)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία