κοντράλτο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοντράλτο < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από την ιταλική contralto[1] < contra- (αντίθετα) + alto (ψηλός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /konˈtɾal.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κον‐τράλ‐το
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κοντράλτο άκλιτο (και θηλυκό κοντράλτα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοντράλτο θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) τραγουδίστρια που η φωνή της κινείται στην περιοχή τονικού ύψους χαμηλότερη από τη σοπράνο και από την μέτζο σοπράνο, η χαμηλότερη γυναικεία φωνή
- η Κλυταιμνήστρα στην όπερα "Ηλέκτρα" του Βάγκνερ είναι ρόλος για κοντράλτο
- άλλη μορφή: κοντράλτα (προφορικό)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κοντράλτο στη Βικιπαίδεια
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ κοντράλτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.