Ετυμολογία

επεξεργασία
υψίφωνος < υψί- + -φωνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈpsi.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐ψί‐φω‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

υψίφωνος, -η/-ος, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υψίφωνος οι υψίφωνοι
      γενική της υψιφώνου των υψιφώνων
    αιτιατική την υψίφωνο τις υψιφώνους
     κλητική υψίφωνε υψίφωνοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

υψίφωνος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

τραγούδι - φωνές:

πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία