υψι-
(Ανακατεύθυνση από υψί-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υψι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑψι- < επίρρημα ὕψι (ψηλά)
Πρόθημα
επεξεργασία
υψι- ή υψί-
- (λόγιο) πρώτο συνθετικό λέξεων ουσιαστικών ή επιθέτων που δηλώνουν ότι το δεύτερο συνθετικό είναι ψηλό ή βρίσκεται ψηλά
Σύνθετα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- υψι- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας