ὑψι-
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὑψι- < επίρρημα ὕψι (ψηλά)
Πρόθημα
επεξεργασίαὑψι-, ὑψί- (& ὑψ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό λέξεων ουσιαστικών ή επιθέτων που δηλώνουν ότι το δεύτερο συνθετικό είναι ψηλό ή βρίσκεται ψηλά
Σύνθετα
επεξεργασία- ὑψι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑψι- στο Βικιλεξικό
- ὑψί- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑψί- στο Βικιλεξικό
- ὑψ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑψ- στο Βικιλεξικό
όπως
- ὑψαγόρας και ὑψήγορος
- ὑψαύχην ( + αὐχήν)
- ὑψερεφής και ὑψηρεφής ( + ἐρέφω)
- ὑψηχής ( + ἦχος)
- ὑψίβατος ( + βαίνω)
- ὑψιβρεμέτης ( + βρέμω)
- ὑψιγέννητος ( + γεννάω)
- ὑψίγυιος ( + γυῖον)
- ὑψίζυγος (ζυγόν)
- ὑψίθρονος ( + θρόνος)
- ὑψικάρηνος (+ κάρηνον)
- ὑψίκερως ( + κέρας)
- ὑψίκομος( + κόμη)
- ὑψίκομπος ( + κόμπος) που κομπάζει πολύ
- ὑψικόμπως (επίρρημα υπερήφανα, με κομπασμό)
- ὑψίκρημνος (το ὑψηλόκρημνος από το ὑψηλός)
- ὑψίλοφος
- ὑψιμέδων
- ὑψιμέλαθρος
- ὑψινεφής
- ὑψίπεδος
- ὑψιπέτης, ὑψιπετήεις ( + πέτομαι)
- ὑψιπετής
- ὑψίπολις
- ὑψίπους
- ὑψίπυλος
- ὑψίπυργος
- ὑψίφρων ( + φρήν)
- ὑψιχαίτης
- ὑψόροφος,ον
Πηγές
επεξεργασία- Λέξεις ὑψ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts