→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑψήγορος τὸ ὑψήγορον
      γενική τοῦ/τῆς ὑψηγόρου τοῦ ὑψηγόρου
      δοτική τῷ/τῇ ὑψηγόρ τῷ ὑψηγόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑψήγορον τὸ ὑψήγορον
     κλητική ! ὑψήγορε ὑψήγορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑψήγοροι τὰ ὑψήγορ
      γενική τῶν ὑψηγόρων τῶν ὑψηγόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑψηγόροις τοῖς ὑψηγόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑψηγόρους τὰ ὑψήγορ
     κλητική ! ὑψήγοροι ὑψήγορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑψηγόρω τὼ ὑψηγόρω
      γεν-δοτ τοῖν ὑψηγόροιν τοῖν ὑψηγόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψήγορος < (ὕψι) ὑψ- + -ήγορος (ἀγορεύω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑψήγορος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία