ὑψήγορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑψήγορος, -ος, -ον
- που κομπάζει, περηφανεύεται, μιλά αλαζονικά, ο μεγαλορρήμων, ο κομπορρήμων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑψήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.