↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑψαγόρᾱς οἱ ὑψαγόραι
      γενική τοῦ ὑψαγόρου τῶν ὑψαγορῶν
      δοτική τῷ ὑψαγόρ τοῖς ὑψαγόραις
    αιτιατική τὸν ὑψαγόρᾱν τοὺς ὑψαγόρᾱς
     κλητική ! ὑψαγόρ ὑψαγόραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑψαγόρ
γεν-δοτ τοῖν  ὑψαγόραιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψαγόρας < (ὕψι) ὑψ- + ἀγορεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑψαγόρας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία