Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψίκομπος < ὕψι + κόμπος (ενοχλητικός θόρυβος και κομπασμός)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑψίκομπος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία