κόμπος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόμπος | οι | κόμποι |
γενική | του | κόμπου | των | κόμπων |
αιτιατική | τον | κόμπο | τους | κόμπους |
κλητική | κόμπε | κόμποι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόμπος < αρχαία ελληνική κόμβος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόμπος αρσενικό
- το σημείο όπου διασταυρώνονται δύο τμήματα του ίδιου ή δύο διαφορετικών σχοινιών (ή άλλων νημάτων) και προκαλείται εξόγκωμα το οποίο σφίγγει αν τραβήξουμε τα δύο διαφορετικά τμήματα
- εξόγκωμα το οποίο μοιάζει με κόμπο (1)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- έφτασε ο κόμπος στο χτένι: τα πράγματα έχουν φτάσει σε απροχώρητο σημείο
- το δένω κόμπο: θεωρώ κάτι σαν δεδομένο αν και είναι απλή υπόσχεση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κόμπος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόμπος ουδέτερο