κόμπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόμπος | οι | κόμποι |
γενική | του | κόμπου | των | κόμπων |
αιτιατική | τον | κόμπο | τους | κόμπους |
κλητική | κόμπε | κόμποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόμπος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόμπος < ελληνιστική κοινή κόμβος (ταινία, αγκράφα) (προφορά /ˈkombos/) [1] Δε σχετίζεται ετυμολογικά το αρχαίο κόμπος (με την ίδια προφορά /ˈkombos/).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkom.bos/ και σε γρήγορο λόγο /ˈko.bos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐μπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμπος αρσενικό
- το σημείο όπου διασταυρώνονται δύο τμήματα του ίδιου ή δύο διαφορετικών σχοινιών (ή άλλων νημάτων) και προκαλείται εξόγκωμα το οποίο σφίγγει αν τραβήξουμε τα δύο διαφορετικά τμήματα
- εξόγκωμα που μοιάζει με κόμπο
- (για φυτά) ρόζος
- η μεσαία άρθρωση δακτύλου
- (κυριολεκτικά) & (μεταφορικά) δυσκολία στην κατάποση ή στην αναπνοή, κόμπιασμα
- ⮡ Ένιωσε έναν κόμπο στην καρδία, όταν έμαθε την είδηση του θανάτου του γιου της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα.
- ※ Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Πες μου αυτά που αγαπάς, (1998) Παντελής Θαλασσινός, στίχοι: Ηλίας Κατσούλης, σύνθεση: Παντελής Θαλασσινός, album: Ένα κρυμμένο αχ.
Εκφράσεις
επεξεργασία- δένεται η γλώσσα μου κόμπος
- εδώ είναι ο κόμπος!
- έχω/νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό, μου έρχεται ένας κόμπος στο λαιμό
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά
- το δένω κόμπο
- το δένω κόμπο στο μαντίλι
- φτάνει ο κόμπος στο χτένι
Συγγενικά
επεξεργασία- ακόμπιαστα (επίρρημα)
- ακόμπιαστος
- άκομπος
- αλογόκομπος
- γαϊδουρόκομπος
- εφτάκομπος
- καρυδόκομπος
- κομπιάζω
- κόμπιασμα
- κομπιασμένα (επίρρημα)
- κομπιασμένος
- κομπιαστά (επίρρημα)
- κομπιαστός
- κομπογιανίτης
- κομπογιανίτικος
- κομπογιανιτισμός
- κομπόδεμα
- κομποδεμένος
- κομποδένω, κομποδένομαι
- κομποδέτης
- κομπολογάκι
- κομπολογάτος
- κομπολόι, κομπολόγι
- κομπολύτης
- κομπόπλεγμα
- κομποσκοίνι
- κουμπί & συγγενικά
- πολύκομπος
- ναυτόκομπος
- σταυρόκομπος
- χιλιόκομπος
Διαφορετικής ετυμολογίας: → δείτε κομπάζω, κομπασμός και κομπορρήμονας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κατάλογος κόμπων στη Βικιπαίδεια (με φωτογραφίες)
- List of knots στην αγγλική Βικιπαίδεια (αναλυτικός κατάλογος αγγλικών όρων για κόμπους)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κόμπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κόμπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κόμπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κόμπος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόμπος | οἱ | κόμποι |
γενική | τοῦ | κόμπου | τῶν | κόμπων |
δοτική | τῷ | κόμπῳ | τοῖς | κόμποις |
αιτιατική | τὸν | κόμπον | τοὺς | κόμπους |
κλητική ὦ! | κόμπε | κόμποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόμπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόμποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακόμπος: ηχομιμητική λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Παραβάλετε με το βόμβος.[1] Δε σχετίζεται με το ομόηχό του (/ˈkombos/) ελληνιστκό κόμβος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμπος, -ου αρσενικό
- (αρχική σημασία) θόρυβος, χτύπος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 417 (στίχοι 417-418)
- ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται, οἱ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
- εκείνοι ορμούν επάνω του να τον δεχθούν, αν κι είναι | τρομακτικός και του κροτούν τα δόντι᾽ από την λύσσαν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται, οἱ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 149 (στίχοι 149-150)
- ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται εἰς ὅ κέ τίς τε βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕληται·
- και κροτούν τα δόντια των θηρίων, | ωσότου κάποιος την ζωήν μ᾽ ακόντι να τους πάρει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται εἰς ὅ κέ τίς τε βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕληται·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 417 (στίχοι 417-418)
- κουδούνισμα μετάλλου
- χτύπος των ποδιών ενός χορευτή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 380 (στίχοι 378-380)
- ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ | ταρφέ᾽ ἀμειβομένω· κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι | ἑσταότες κατ᾽ ἀγῶνα, πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει.
- άρχισαν τότε οι δυο τους τον χορό, τη γη πατώντας | που μας τρέφει τους ανθρώπους, αντικριστά και συναλλάσσοντας απανωτά λυγίσματα· ενώ στο πλάι οι άλλοι, παλληκαράκια ακόμη, | μέσα στον ίδιο κυκλικό χορό στημένα, φώναζαν και χτυπούσαν παλαμάκια. Κι αντιλαλούσε ο τόπος απ᾽ το μεγάλο βουητό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ | ταρφέ᾽ ἀμειβομένω· κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι | ἑσταότες κατ᾽ ἀγῶνα, πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 380 (στίχοι 378-380)
- (μεταφορικά) καύχηση, κομπορρημοσύνη, κομπασμός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 425
- ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ,
- η έπαρσή [του] δεν έχει μέτρο ανθρώπινο·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- και τον κομπασμό [του] δεν μπορεί να τον διανοηθεί άνθρωπος
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 627 (626-627)
- τὰ δ᾽ οὐδέν, ἄλλως φροντίδων βουλεύματα | γλώσσης τε κόμποι.
- Όλα τούτα είναι τίποτα· δείχνουνε μόνο | ξεπαρμένο μυαλό και καυχησιά της γλώσσας.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- τὰ δ᾽ οὐδέν, ἄλλως φροντίδων βουλεύματα | γλώσσης τε κόμποι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 237
- ἀφελὼν τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὸν κόμπον τοῦ ψηφίσματος ἅψαι τῶν ἔργων, ἐπίδειξον ἡμῖν ὅ τι λέγεις.
- αφαίρεσε τον στόμφο και την κομπορρημοσύνη από το ψήφισμα, πιάσε τα έργα και δείξε μας τι εννοείς.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ἀφελὼν τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὸν κόμπον τοῦ ψηφίσματος ἅψαι τῶν ἔργων, ἐπίδειξον ἡμῖν ὅ τι λέγεις.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 425
- (στη ρητορική) πομπώδες ύφος
- (σπάνια, με θετική σημασία) έπαινος, εγκώμιο
- (στον πληθ.) (οἱ κόμποι) (κατά τον Ησύχιο) οι γομφίοι
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κομπ-
κομπ-
παράγωγα και σύνθετα:
- Λέξεις κομπ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Εκφράσεις
επεξεργασία- κόμπος πάρεστι: υπερηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 96
- κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
- Και το καυχιέμαι· δεν το αρνιέμαι.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 96
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. κομπάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κόμπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόμπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.