Δείτε επίσης: πολύκομβος, πολυκόμβος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολύκομπος οι πολύκομποι
      γενική του πολύκομπου
& πολυκόμπου
των πολύκομπων
& πολυκόμπων
    αιτιατική τον πολύκομπο τους πολύκομπους
& πολυκόμπους
     κλητική πολύκομπε πολύκομποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύκομπος < πολυ- + κόμπος
Polygonum aviculare

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολύκομπος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία