Δείτε επίσης: πολύκομβος, πολυκόμβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολύκομπος οι πολύκομποι
      γενική του πολύκομπου
πολυκόμπου
των πολύκομπων
πολυκόμπων
    αιτιατική τον πολύκομπο τους πολύκομπους
πολυκόμπους
     κλητική πολύκομπε πολύκομποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύκομπος < πολυ- + κόμπος
 
Polygonum aviculare

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολύκομπος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία