πολυκόμβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκόμβος < πολυ- + κόμβος (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supernode)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυκόμβος αρσενικό
- ένας μεγάλος και πολύπλοκος κυκλοφοριακός κόμβος
- (πληροφορική, φυσική) τμήμα κυκλώματος που περικλείει περισσότερους από έναν κόμβους
- άλλες μορφές: υπερκόμβος